ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

συντυχαίνω (ρ.) συντσ̑αίνω [sinˈdʃeno] Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ. Παθ. συντυσ̑ιέμαι [sindi'ʃeme] Ανακ., Μαλακ. Από το μεσν. ρ. συντυχαίνω, το οπ. από το αρχ. ρ. συντυγχάνω = α) συναντώ β) συμβαίνω. Η σημ. ‘συνδιαλέγομαι' μεταγν.
Μιλώ με κάποιον, συνδιαλέγομαι, μόνο σε άσμ. ό.π.τ. : || Ασμ. Οβτοκιά μ' με τίνα ηρτες, με τίνα σ̑υντυσ̑έσαι; (Eβδοκία μου, με ποιον ήρθες, με ποιον μιλάς;) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Κι ογώ κεφάλιν έκλινα, την κόρη συντυσ̑έμαι (Κι εγώ έκλινα το κεφάλι, μιλώ με την κοπέλα) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. γκελετζεύω, κονουστούζω