συντάσσω
(ρ.)
συνdάσσω
[sin'daso]
Φάρασ.
συντάζω
[sinˈdazo]
Φάρασ.
Αόρ.
συνdάγα
[sinˈdaɣa]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. συντάσσω= συγγράφω.
1. Υπόσχομαι, τάζω
:
Παναΐα μου, συντάζω σε 'α γουρπάνι, να ποίκ' το υιό μου κα
(Παναγία μου, σου τάζω ένα σφαχτό, να κάνεις το γιό μου καλά)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συντάγα σο Θεό α χιάς τζερί
(Έταξα στον Θεό μιά οκά κερί)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μαναχά μας παλί περτσόν τίπως τζ̑ο πορούμε να συνταγούμε
(Μόνοι μας πάλι τίποτα περισσότερο δεν μπορούμε να υποσχεθούμε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Ασμ.
Να υπάγω να συνταγώ α γουρπάνι
Να χαρούμε τζιπ μας ανdί φκατάνι (Να πάω να τάξω ένα σφάγιο
να χαρούμε όλοι μας σαν πλατάνι) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ανταντίζω :2, ανταντίζω :3, τάζω
Να χαρούμε τζιπ μας ανdί φκατάνι (Να πάω να τάξω ένα σφάγιο
να χαρούμε όλοι μας σαν πλατάνι) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ανταντίζω :2, ανταντίζω :3, τάζω
2. Παραγγέλνω
:
|| Ασμ.
Σην Πόλη συνdάγα τα γουμάσε σου, ν'τα φορέσ'ς να σε ιδώ άνα μου, να μπω σα 'γκάλε σου
(Στην Πόλη παρήγγειλα τα μεταξωτά σου, να τα φορέσεις μάνα μου να μπω στην αγκαλιά σου)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Συνών.
γκετιρντίζω :2