ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σφάξιμο (ουσ.) σφάξ̑ιμο [ˈsfakʃimo] Αξ. σάξιμου [ˈsaksimu] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. σφάξιμον (Λεξ. Σομ., βλ. λ. σφαμός), το οπ. από το αρχ. ρ. σφάζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμον.
Η ενέργεια του σφάζω : Αρνιού ντου σάξιμου νίσκιδι ντου Πάσκα (Το σφάξιμο του αρνιού γίνεται το Πάσχα) Μισθ. -Κοτσαν.