σφάξιμο
(ουσ.)
σφάξ̑ιμο
[ˈsfakʃimo]
Αξ.
σάξιμου
[ˈsaksimu]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. σφάξιμον (Λεξ. Σομ., βλ. λ. σφαμός), το οπ. από το αρχ. ρ. σφάζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμον.
Η ενέργεια του σφάζω
:
Αρνιού ντου σάξιμου νίσκιδι ντου Πάσκα
(Το σφάξιμο του αρνιού γίνεται το Πάσχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.