τελβέ
(ουσ. ουδ.)
τελβέ
[tel've]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. telve = κατακάθι του καφέ.
Κατακάθι του καφέ
Τροποποιήθηκε: 02/06/2025