ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεκές (ουσ. αρσ.) τεκ-κές [tecˈces] Φάρασ., Φκόσ. τεκέ [teˈce] Μισθ., ό.π.τ., Φλογ. τ͑ακ-κάς [[tʰæˈkæs] Φάρασ. Θηλ. τ͑α̈κ-κα̈́ [tʰæˈkæ] Αφσάρ. Νεότ. ουσ. τεκές, το οπ. από το τουρκ. tekke= ισλαμικό μοναστήρι δερβίσηδων/τόπος όπου κάπνιζαν κάνναβη.
1. Ισλαμικό μοναστήρι δερβίσηδων : Μπαίν’ ντεβρεσ̑ού το σπίτ’, σο τεκέ (μπαίνει στου δερβίση το σπίτι, στο μοναστήρι) Φλογ. -Dawk. || Παροιμ. Του φυ’άκνει τον ντεκ-κέ του, τρώ’ το φαΐ του (όποιος φυλάει το μοναστήρι, τρώει το φαγητό του˙ όποιος προσφέρει υπηρεσίες σε ένα κτήμα ή σε άλλη ξένη ιδιοκτησία έχει δικαίωμα να έχει υλικές απολαβές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ερείπια εκκλησίας Φκόσ.
3. Χώρος γεμάτος από καπνούς τσιγάρων, καπνιστήριο Μισθ. : Τι να ρανήσ', ημείς (...) τεκέ, τεκέ, τὄνα τζί’αρα πίσου απ' τ' άλλου, τέσσιρα-πέντι άτομα να πγίνει τζί’αρα (τι να δει, καπνιστήριο, καπνιστήριο, το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, τέσσερα-πέντε άτομα να καπνίζουν τσιγάρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.