ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεζκάχι (ουσ. ουδ.) τεζκάχ̇ι [tezˈkaxɯ] Φάρασ. τα̈ζκα̈́χ̇ι [tæzˈkæxi] Αφσάρ. τεζγκάχ̇ι [tezˈgaxɯ] Φάρασ. ντεζκιάχι [dezˈcaçi] Σινασσ. ντεζιάχ̇ι [deˈzʝaxi] Μισθ. ντεντζάχ [deˈdzax] Μισθ. ντεζγκιάχ [dezˈɟax] Σεμέντρ., Σίλ. ντεζκιάχ [dezˈcax] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. tezgâh = α) αργαλειός β) πάγκος εργασίας γ) εργαστήριο δ) ναυπηγείο, όπου και παλαιότ. (< περσ.) τύπ. destgâh.
1. Αργαλειός ό.π.τ. : Σο ντεζγκιάχι̂ μ' να 'φάνω (Θα υφάνω στον αργαλειό μου) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 || Παροιμ. Γρέπ’ το τεζγκάχ̇ι του τσ̑’ έπαρ’ το πανί, γρέπ’ τσ̑αι τη μάνα, έπαρ’ την γκόρ΄ (κοίταξε τον αργαλειό και πάρε το πανί, κοίταξε και την μάνα, πάρε την κόρη˙ στη νοικοκυροσύνη και στον χαρακτήρα οι κόρες μοιάζουν στις μητέρες τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. χώστρα
2. Πάγκος εργασίας Σίλ.