τεζκάχι
(ουσ. ουδ.)
τεζκάχ̇ι
[tezˈkaxɯ]
Φάρασ.
τα̈ζκα̈́χ̇ι
[tæzˈkæxi]
Αφσάρ.
τεζγκάχ̇ι
[tezˈgaxɯ]
Φάρασ.
ντεζκιάχι
[dezˈcaçi]
Σινασσ.
ντεζιάχ̇ι
[deˈzʝaxi]
Μισθ.
ντεντζάχ
[deˈdzax]
Μισθ.
ντεζγκιάχ
[dezˈɟax]
Σεμέντρ., Σίλ.
ντεζκιάχ
[dezˈcax]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. tezgâh = α) αργαλειός β) πάγκος εργασίας γ) εργαστήριο δ) ναυπηγείο, όπου και παλαιότ. (< περσ.) τύπ. destgâh.
1. Αργαλειός
ό.π.τ.
:
Σο ντεζγκιάχι̂ μ' να 'φάνω
(Θα υφάνω στον αργαλειό μου)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
|| Παροιμ.
Γρέπ’ το τεζγκάχ̇ι του τσ̑’ έπαρ’ το πανί, γρέπ’ τσ̑αι τη μάνα, έπαρ’ την γκόρ΄
(κοίταξε τον αργαλειό και πάρε το πανί, κοίταξε και την μάνα, πάρε την κόρη˙ στη νοικοκυροσύνη και στον χαρακτήρα οι κόρες μοιάζουν στις μητέρες τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
χώστρα
2. Πάγκος εργασίας
Σίλ.