χώστρα
(ουσ. θηλ.)
χώστρα
[ˈxostra]
Αραβ., Τροχ.
χρώστα
[ˈxrosta]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
χρώτσα
[ˈxrotsa]
Μισθ., Φλογ.
Aπό το μεσν. ουσ. χώστρα = ενέδρα. Ο τύπ. χρὠστα με μετάθ. υγρού.
1. Λάκκος ως παγίδα
Σίλ.
:
Ντώννει τσ̑η χρώστα απέσου
(Πέφτει μέσα στην παγίδα)
Σίλ.
-Dawk.
2. Πηγάδι
Σίλ.
:
Ρω έν̑ι μιά χρώστα, μπε γιαυτός σου, πιε τ' νιαρό σου
(Εδώ είναι ένα πηγάδι, μπες μόνος σου, πιες νερό)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Απανdεσ̑'νόντισκες ότσι οπ' τους τζούχουρις κι οπ' τις χρώστες ξεβηνοντίσκασ̑ι
(Νόμιζες ότι έβγαιναν μέσα από τους τοίχους και απ' τα πηγάδια)
Σίλ.
-Λεύκωμα
3. Αργαλειός
Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Κάτω χρώστα
(Αργαλειός καθιστός, όπου η υφάντρια κάθεται στο έδαφος πάνω σε κιλίμι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Απάν' χρώστα
(Αργαλειός όπου η υφάντρα στέκεται όρθια, για την ύφανση κιλιμιών)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χρώστας ντου σπίτ'
(To δωμάτιο του αργαλειού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χρώστας γούπα
(Γούβα του αργαλειού, μικρός λάκκος στα πόδια της υφάντριας, όπου βρίσκονταν τα ποδοκίνητα εξαρτήματα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σο χωριό μάνα μ' είχε χώστρα
(Στο χωριό η μάνα μου είχε αργαλειό)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Έρριψαν στα σπίτια τ'νε χρώτσες
(Έβαλαν στα σπίτια τους αργαλειούς)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γουβί :2, εργαλειό, ιστάρι, Αντίθ
τεζκάχι :1