ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χώστρα (ουσ. θηλ.) χώστρα [ˈxostra] Αραβ., Τροχ. χρώστα [ˈxrosta] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. χρώτσα [ˈxrotsa] Μισθ., Φλογ. Aπό το μεσν. ουσ. χώστρα = ενέδρα. Ο τύπ. χρὠστα με μετάθ. υγρού.
1. Λάκκος ως παγίδα Σίλ. : Ντώννει τσ̑η χρώστα απέσου (Πέφτει μέσα στην παγίδα) Σίλ. -Dawk.
2. Πηγάδι Σίλ. : Ρω έν̑ι μιά χρώστα, μπε γιαυτός σου, πιε τ' νιαρό σου (Εδώ είναι ένα πηγάδι, μπες μόνος σου, πιες νερό) Σίλ. -Αρχέλ. Απανdεσ̑'νόντισκες ότσι οπ' τους τζούχουρις κι οπ' τις χρώστες ξεβηνοντίσκασ̑ι (Νόμιζες ότι έβγαιναν μέσα από τους τοίχους και απ' τα πηγάδια) Σίλ. -Λεύκωμα
3. Αργαλειός Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. : Κάτω χρώστα (Αργαλειός καθιστός, όπου η υφάντρια κάθεται στο έδαφος πάνω σε κιλίμι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Απάν' χρώστα (Αργαλειός όπου η υφάντρα στέκεται όρθια, για την ύφανση κιλιμιών) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χρώστας ντου σπίτ' (To δωμάτιο του αργαλειού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χρώστας γούπα (Γούβα του αργαλειού, μικρός λάκκος στα πόδια της υφάντριας, όπου βρίσκονταν τα ποδοκίνητα εξαρτήματα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σο χωριό μάνα μ' είχε χώστρα (Στο χωριό η μάνα μου είχε αργαλειό) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Έρριψαν στα σπίτια τ'νε χρώτσες (Έβαλαν στα σπίτια τους αργαλειούς) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. γουβί :2, εργαλειό, ιστάρι, Αντίθ τεζκάχι :1