ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωρίς (πρόθ.) χωρίς [xoˈris] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. χώριζ ['xoriz] Σίλ. χώρις ['xoris] Σίλ. χωρ'ς [xors] Αξ., Μαλακ. Αρχ. πρόθ. χωρίς.
1. Χωρίς Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ. : Δου γαμbρό να ου φορώσ'νι χωρίς να ειπούν του τραγόι τ'; (Τον γαμπρό να τον ντύσουν χωρίς να πουν το τραγούδι του;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα παιδιά μας σο χώμα κοίμιζαμ' τα. Φέρισ̑καμ' χώμα, άμμος, εμείς χωρίς άμμος παιδιά δεν κοίμιζαμ' (Τα παιδιά μας τα κοιμίζαμε σε χωμάτινη επιφάνεια. Φέρναμε χώμα, άμμο. Μόνο πάνω σε άμμο κοιμίζαμε τα παιδιά μας.) Ανακ. -Cost. Το βασιλόπαιδο θα την παίρνισκεν και χωρίς την άδεια του βασιλιά, άμα θέλεσεν να ποίκ' την γνώμη του του γιου τ' για να αρέσει άλληνα (Το βασιλόπουλο θα την έπαιρνε και χωρίς την άδεια του βασιλιά, αν (ο τελευταίος) ήθελε να πείσει τον γιο του να του αρέσει κάποια άλλη) Σινασσ. -Αρχέλ. Ύστερα κόψεν qουιρούχα τ'. Και αφήκεν χωρίς qουιρούχα. (Ύστερα έκοψε την ουρά του. Και (ενν. το) άφησε χωρίς ουρά) Φλογ. -Dawk. Έμbη ένα ψελό ως εκεί απάνω αράπηζ μ’ ένα σαλντι̂ρμά σα χέρια τ’, χωρίς κι̂λι̂́φ' (Mπήκε ένας αράπης ψηλός ως εκεί απάνω, με ένα σπαθί στα χέρια του, χωρίς θηκάρι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έκοψεν κοριτσ̑ιού το χέρ' και όρτωσεν. 'Πόνεν χωρ'ς χέρ' (Έκοψε το χέρι του κοριτσιού και την θεράπευσε. Αυτή έμεινε χωρίς χέρι) Αξ. -Dawk. Άμα πεσανίσκιτ’ χωρίς βάφτσ̑ισμα, ’ενίσκιτι οπμάσκαλους (αν πεθάνει χωρίς βαφτισμα, γίνεται βρικόλακας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τούτα χερ ημέρα κασινόντζ̑ισκασ̑ι χωρίζ ζουλιά (Αυτοί κάθονταν κάθε μέρα χωρίς δουλειά) Σίλ. -Dawk. || Φρ. Ηύρες χωριό χωρίς σ̑κυλιά και κλώρεις χωρίς ντεκανίκ' (Βρήκες χωριό χωρίς σκυλιά και τριγυρνάς χωρίς δεκανίκι˙ Γι' αυτούς που κάνουν ό,τι θέλουν ελλείψει φοβήτρου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι αμαρτία
να τυραννώ την νιότη μου χωρίς καμιά αιτία;
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. δίχως, πιρμή :2
2. Χωριστά Φάρασ., Φκόσ. : Δώτσ̑εν τα α χωρίς σπίτι (Τους έδωσαν ένα σπίτι χωριστά) Φάρασ. -Dawk. Τρων χωρίς χωρίς (Τρώνε χωριστά) Φάρασ. -Ανδρ. Χωρίς έν' ο στάβγος (Ο στάβλος είναι χωριστά) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Συνών. μεριάς, χώρια