ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωριδιώνα (ουσ. θηλ.) χωριδιώνα [xoriˈðʝona] Ανακ., Μαλακ., Φλογ. χωρι-ώνα [xoriˈona] Αξ. Από το ουσ. χωρίδι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ουροδοχείο Φλογ. : Έπαρ' το χωριδιώνα να τσ̑ακοντήσουν τα φσ̑άχα (Πάρε το καθοίκι να κατουρήσουν τα παιδιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. τσακοντερή, χαβρόζι
2. Ουρήθρα Ανακ., Μαλακ. : Ση χωριδιώνα τ’ έσ̑ει τ͑έρ’ (Στην ουρήθρα του έχει πέτρα) Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Ουροδόχος κύστη Αξ. : Γουρουνιού φούσκα κειόσουν το χωριώνα τ' (Η φούσκα του γουρουνιού (από την οποία φτιάχναμε μπάλες για να παίζουμε) ήταν η ουροδόχος κύστη του) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. χωρίδι
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025