χωριδιώνα
(ουσ. θηλ.)
χωριδιώνα
[xoriˈðʝona]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
χωρι-ώνα
[xoriˈona]
Αξ.
Από το ουσ. χωρίδι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ουροδοχείο
Φλογ.
:
Έπαρ' το χωριδιώνα να τσ̑ακοντήσουν τα φσ̑άχα
(Πάρε το καθοίκι να κατουρήσουν τα παιδιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
τσακοντερή, χαβρόζι
2. Ουρήθρα
Ανακ., Μαλακ.
:
Ση χωριδιώνα τ’ έσ̑ει τ͑έρ’
(Στην ουρήθρα του έχει πέτρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Ουροδόχος κύστη
Αξ.
:
Γουρουνιού φούσκα κειόσουν το χωριώνα τ'
(Η φούσκα του γουρουνιού (από την οποία φτιάχναμε μπάλες για να παίζουμε) ήταν η ουροδόχος κύστη του)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
χωρίδι
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025