χωριδιώνα
(ουσ. θηλ.)
χωριδιώνα
[xoriˈðʝona]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
Από το ουσ. χωρίδι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ουροδοχείο
Φλογ.
:
Έπαρ' το χωριδιώνα να τσ̑ακοντήσουν τα φσ̑άχα
(Πάρε το καθοίκι να κατουρήσουν τα παιδιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Ουρήθρα
Ανακ., Μαλακ.
:
Ση χωριδιώνα τ’ έσ̑ει τ͑έρ’
(στην ουρήθρα του έχει πέτρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.