χωραφόμερος
(ουσ. ουδ.)
χωραφόμερος
[xoraˈfomeros]
Φκόσ.
Από τα ουσ. χωράφι και μέρος.
Περιοχή με χωράφια
Τροποποιήθηκε: 29/08/2024