χώρι
(ουσ. ουδ.)
χώρι
[ˈxori]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hor = κρόκος αβγού (Tietze 2016: λ. hor II). Η λ. αντιδάν., κατ' ορισμένους προέρχεται από το αρχ. ἰχώρ, πβ. και ποντ. χώριν και ιχώριν = κρόκος αβγού, μυελός των οστών, εντεριώνη των φυτών, βλ. Παπαδόπουλος (1939: 16) και Tzitzilis (1987α: 50). Δεν αποκλείεται και η προέλευση μέσω του αρχ. ουσ. χόριον = α) αμνιακός σάκος β) η μεμβράνη στο εσωτερικό του αβγού.
Το κίτρινο χρώμα