ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χλωρός (επίθ.) χλωρός [xloˈros] Μισθ. χλωρό [xloˈro] Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. χουωρός [xwoˈros] Φάρασ. χϋωρό [xyoˈro] Φάρασ. χλερό [xleˈro] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ. χολωρό [xoloˈro] Σίλ. χορωλό [xorοˈlo] Σίλ. Από το αρχ. επίθ. χλωρός = α) κίτρινος ή πρασινοκίτρινος β) ωχρός γ) φρέσκος δ) ανώριμος, άγουρος. Οι τύπ. χλερό και χλερόν με ανομ. [o] > [e]. Ο τύπ. χολωρό με ανάπτυξη [o]. Ο τύπ. χορωλό με μετάθ. υγρών.
1. Κίτρινος, χρυσός Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Χλωρά πτέρια (Κίτρινα πόδια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χλωρό ορνίθ’ (Κότα με κίτρινα πόδια) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 'α βγκει χεκίμης, να καζαντίσει πουά χουωρά λίρες (Θα γίνει γιατρός, θα κερδίσει πολλές χρυσές λίρες) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Φορώνουμ' το χλωρό το τσ̑εμπέρ' (Φοράμε το κίτρινο μαντήλι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Mε άχυρο μπογιάταναμ' σάλ' και το κάνισκαμ' χλωρό (Με άχυρο βάφαμε το ύφασμα και το κάναμε κίτρινο) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
β. Ωχρός, που πάσχει από μαρασμό Σινασσ.
2. Πράσινος, δροσερός και τρυφερός Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Τζαλ., Φάρασ., Φλογ. : || Παροιμ. Σο ξερό κονdά κάγεται και το χλερό (Στο ξερό κοντά καίγεται και το χλωρό˙ Συχνά υποφέρουν ή τιμωρούνται αθώοι μαζί με τους υπαιτίους) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ο νομάτ’ ένι άνdι χουωρό χορτάρ’, ’φότι πρασινίζει, σολντι-ενέσκει τσ̑όας (Ο άνθρωπος είναι σαν το χλωρό χορτάρι, μόλις πρασινίζει, μαραίνεται κιόλας˙ Για τα γηρατειά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ακρίτης μουδέ τρώει μουδέ πίνει μουδέ τραγούδι βγάζει
μουδέ βάζει το μαύρο χλωρό χορτάρι να φάει
(Ο Ακρίτης ούτε τρώει ούτε πίνει ούτε λέει τραγούδι,
ούτε βάζει στο άλογό του δροσερό χορτάρι να φάει)
Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
β. Φρέσκος Ποτάμ. : Να μπεις σε χλωρό χώμα (Να σε θάψουν σε φρεσκοσκαμμένο χώμα· αρά ) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
3. Υγρός, βρεγμένος Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Χλωρό μαντήλ' (Βρεγμένο μαντήλι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χορωλό 'ναι σπίτσ̑ι μας, τραβά νιαρό (Το σπίτι μας είναι υγρό, βγάζει υγρασία) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σαμπαχτάν ούλα ντα χορτάρια τσείνdι χλωρά (Πρωί, πρωί όλα τα χόρτα είναι υγρά) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Ξερό μ' είσαι, χλερό μ' είσαι; (Είσαι στεγνός ή υγρός;˙ Κορώνα ή γράμματα; Φρ. που την έλεγαν κατά την έναρξη του παιχνιδιού ξυλίκι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1425