ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χλιαίνω (ρ.) χιλιαίνου [çi'ʎenu] Σίλ. Αόρ. χίλιανα ['çiʎana] Σίλ. Από το αρχ. ρ. χλιαίνω με ανάπτυξη [i] ανάμεσα στο συμφ. σύμπλ. [xl] πιθ. κατ’ επίδρ. της τουρκικής όπου δεν ξεκινά λέξη από hl.
Ζεσταίνω ελαφρά ό.π.τ. : Να τα χιλιαίνουμ' νιούγου του νιαρό, πολύ κυριό 'ναι (Να το ζεστάνουμε λίγο το νερό, είμαι πολύ κρύο) -Κωστ.Σ. Συνών. χλιάζω :1