ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιτάω (ρ.) χιτώ [çiˈto] Ποτάμ., Φάρασ. χ̇ιτώ [xiˈto] Φάρασ. χ̇ιτάω [xiˈtao] Φάρασ. χιτάω [çiˈtao] Αφσάρ., Κίσκ. Αόρ. χίτσα [ˈçitsa] Φάρασ. Προστ. χίτα [ˈçita] Φάρασ. Προστ. χίdα [ˈçida] Φάρασ. Πληθ. χιτάτε [çiˈtate] Φάρασ., Φκόσ. Από το ρημ. επίθ. χυτός με αλλαγή γραμματικής κατηγορίας. Βλ. και ν.ε. διαλεκτ. χύτης = κατωφερής δρόμος (Κρήτ.) και χυταρίζω = περνώ κατωφερή δρόμο (Κρήτ.).
1. Βιάζομαι, σπεύδω, ορμώ, τρέχω ό.π.τ. : Στέρου χίτσεν ντο φσ̑όκκο τσ̑αι το κορτζόκκο να πάρουν ντο κούρι (Τότε το μικρό αγόρι και το μικρό κορίτσι έσπευσαν να πάρουν το ψωμί) Φάρασ. -Dawk. Χίτσανε τ’ ασκέρι ντου (Ο στρατός του όρμησε) Φάρασ. -Dawk. Xίτα 'α υπάμε να 'κουθήσουμ αdέ τη στράτα (Βιάσου να πάμε και να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο) Φάρασ. -Dawk. Χίdα, να υπάμε (Βιάσου να πάμε) Φάρασ. -Dawk. Ότις τζ̑ό 'σ̑ει μύρος, χιτά ο λύκος ΄πο πίσου να νdα φα (Όποιος δεν έχει μύρο, χυμάει ο λύκος από πίσω να τον φάει) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Ε φσ̑άχ̇ε, χιτάτε να γλυτώσετε το Μαναστήρι (Ε παιδιά, τρέξτε να γλυτώσετε (από τους Τούρκους) το μοναστήρι του Ζιντζίντερε) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Ẋιτάς χ̇ιτάς, αν gάκι τζ̑ο πορείς να φας (Τρέχεις τρέχεις, ένα σκατό δεν μπορείς να φας˙ Για αυτούς που είναι συνεχώς δραστήριοι, αλλά δεν κάνουν τίποτα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ẋιτάς χ̇ιτάς, η τσ̑οιλία σου τζ̑ο 'εμούται (Τρέχεις τρέχεις, η κοιλιά σου δε γεμίζει˙ Για τους άπληστους, που όλο τρέχουν να κερδίσουν και δε χορταίνουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Τίχαλα 'γώ να χιτήσω, τίχαλα να χωριστώ; (Πώς εγώ να τρέξω μακριά πώς να χωριστώ;) -ΚΜΣ-ΚΠ327 Χιτάτε να υπάμε σον Έζ Βασίλη
να κρεμάσουμε τα κρα̈́τα σο σίδι
(Τρεχάτε να πάμε στον Άη Βασίλη,
να κρεμάσουμε τα κρεάτα στην ιτιά
(άσμ. πρωτοχρονιάτικης πομπής στο σπήλαιο του Αγ. Βασιλείου))
Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
2. Σέρνω χορό Κίσκ.