ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιτάω (ρ.) χιτώ [çiˈto] Ποτάμ., Φάρασ. χ̇ιτώ [xiˈto] Φάρασ. χ̇ιτάω [xiˈtao] Φάρασ. χιτάω [çiˈtao] Αφσάρ., Κίσκ. Αόρ. χίτσα [ˈçitsa] Φάρασ. Προστ. χίτα [ˈçita] Φάρασ. Προστ. χίdα [ˈçida] Φάρασ. Πληθ. χιτάτε [çiˈtate] Φάρασ., Φκόσ. Αγν. ετύμ. Η σύναψη με το επίθ. χυτός που προτείνει ο Χατζιδάκις (ΜΝΕ Α, 801) είναι αδύνατη, καθώς δεν ερμηνεύει την κατά τα λοιπά απόλυτα ομαλή ουράνωση [x] > [ʃ] προ του [i] που διέπει το ιδ. Φαράσων σε περίπτωση γηγενών λέξεων (βλ. και Dawkins (1916: 154, 661)).
1. Βιάζομαι, σπεύδω, ορμώ, τρέχω ό.π.τ. : Στέρου χίτσεν ντο φσ̑όκκο τσ̑αι το κορτζόκκο να πάρουν ντο κούρι (Τότε το μικρό αγόρι και το μικρό κορίτσι έσπευσαν να πάρουν το ψωμί) Φάρασ. -Dawk. Χίτσανε τ’ ασκέρι ντου (Ο στρατός του όρμησε) Φάρασ. -Dawk. Xίτα 'α υπάμε να 'κουθήσουμ' αdέ τη στράτα (Βιάσου να πάμε και να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο) Φάρασ. -Dawk. Χίdα, να υπάμε (Βιάσου να πάμε) Φάρασ. -Dawk. Ότις τζ̑ό 'σ̑ει μύρος, χιτά ο λύκος ΄πο πίσου νάν'dα φά' (Όποιος δεν έχει μύρο, χυμάει ο λύκος από πίσω να τον φάει) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Ε φσ̑άχ̇ε, χιτάτε να γλυτώσετε το Μαναστήρι (Ε παιδιά, τρέξτε να γλυτώσετε (από τους Τούρκους) το μοναστήρι του Ζιντζίντερε) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Ẋιτάς χ̇ιτάς, η τσ̑οιλία σου τζ̑ο 'εμούται (Τρέχεις τρέχεις, η κοιλιά σου δε γεμίζει˙ για τους άπληστους, που όλο τρέχουν να κερδίσουν και δε χορταίνουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ẋιτάς χ̇ιτάς, αν gάκι τζ̑ο πορείς να φας (Τρέχεις τρέχεις, ένα σκατό δεν μπορείς να φας˙ για αυτούς που είναι συνεχώς δραστήριοι, αλλά δεν κάνουν τίποτα) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Ασμ. Τίχαλα 'γώ να χιτήσω, τίχαλα να χωριστώ; (Πώς εγώ να τρέξω μακριά πώς να χωριστώ;) -ΚΜΣ-ΚΠ327 Χιτάτε να υπάμε σον Έζ Βασίλη
να κρεμάσουμε τα κρα̈́τα σο σίδι
(Τρεχάτε να πάμε στον Αι-Βασίλη,
να κρεμάσουμε τα κρεάτα στην ιτιά
(άσμ. πρωτοχρονιάτικης πομπής στο σπήλαιο του Αγ. Βασιλείου))
Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
2. Σέρνω χορό Κίσκ.