ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπουδάζω (ρ.) σπουδάζω [spuˈðazo] Σινασσ., Φάρασ. σπουδάζου [spuˈðazu] Μισθ., Φάρασ. σπουdάζω [spuˈdazo] Αξ., Αραβαν. σπουτάγω [spuˈtaɣo] Μαλακ., Φλογ. Παρατατ. σπούdαζα [ˈspudaza] Αραβαν. Υποτ. σπουδάσω [spuˈðaso] Φάρασ. σπουdάσω [spuˈdaso] Αραβαν. σπουdάξω [spuˈdakso] Αξ. Προστ. σπούταξε [ˈsputakse] Φλογ. Μτχ. σπουdασμένο [spudaˈzmeno] Αραβαν. σπουδαγμένος [spuðaɣˈmenos] Σατ. σπουδαγμένο [spuðaɣˈmeno] Φάρασ. Αρχ. ρ. σπουδάζω = επείγομαι να κάνω κάτι. Ο τύπ. σπουντασμένο από αρχ. μτχ. ἐσπουδασμένος. Ο τύπ. μτχ. σπουδαγμένος νεότ. από το θ. σπουδαγ- του ρ.
1. Βιάζομαι ό.π.τ. : Σπουδάζω να υπάω, έχω έργο (βιάζομαι να φύγω, έχω δουλειά) Φάρασ. -Ανδρ. Με σπουdάζ̑εις να παραμείς (μην βιάζεσαι να επιστρέψεις σπίτι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σπούdαζα μ’, μη κατεβεί όλιος και ’πομνώ αργά (Βιαζόμουν, μη δύσει ο ήλιος και μείνω (ενν. έξω) ως αργά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Ότις σπουδάζει να σ̑ένει, σ̑ένει δυό φορέδες (όποιος βιάζεται να χέσει, χέζει δύο φορές˙ για τα άσχημα αποτελέσματα της βιασύνης) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ό, τσ̑ις σπουdάσ̑’ κονdζ̑υλά και πέφσ̑ει (όποιος βιάζεται, σκοντάφτει και πέφτει˙ όποιος ενεργεί γρήγορα αλλά απερίσκεπτα, αποτυγχάνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. οβετλεντίζω
2. Σπουδάζω, κάνω σπουδές Μισθ., Φάρασ. : Σο μεμλεκέτι ήτουν α ζόρι Δεσπότ' πολύ δεβασμένο, του πήν τζαι σην Ευρώπη να σπουδάσει σο μέγα το μεκτέπι (στην πατρίδα ήταν ένας σπουδαίος Δεσπότης που πήγε και στην Ευρώπη για περιοδεία και για να σπουδάσει στα μεγάλα σχολεία) Φάρασ. -Παπαδ. Σπουδάζ’ ντου κ’λάτσ’, μεχανικός σπουδάζ’ (σπουδάζει το παιδί, μηχανικός σπουδάζει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Συνών. ψάλλω
3. Η μτχ., βιαστικός Αραβαν. Συνών. αψύς, κιβράκι
β. Αυτός που έχει σπουδάσει και είναι μορφωμένος Αραβαν., Φάρασ. : Απιδού στέρου τζας 'υρίστει σπουδαγμένο, [ …] τάιμα λεγκιν τι κι: «Ευρώπαγια gέτμιεν εσέκ». (όταν γύρισε σπουδαγμένος, [ …] πάντα έλεγε πως: «Όποιος δεν πήγε στην Ευρώπη είναι γάιδαρος» ) Φάρασ. -Παπαδ. Ήτουν σπουδαγμένος μο τη Βυζαντινή μουσική (είχε σπουδάσει βυζαντινή μουσική ) Σατ. -Παπαδ.