ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπιτάλια (ουσ. θηλ.) σπιτάλια [spiˈtaʎa] Μαλακ., Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. σπιτάλιον το οπ. από το λατιν. hospitale με μεταπλ. του γένους, καθώς ο πληθ. ουδ. έδινε την εντύπωση θηλ. εν.
Νοσοκομείο ό.π.τ. Συνών. χασταχανές