σπιτάλια
(ουσ. θηλ.)
σπιτάλια
[spiˈtaʎa]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. σπιτάλιον το οπ. από το λατιν. hospitale με μεταπλ. του γένους, καθώς ο πληθ. ουδ. έδινε την εντύπωση θηλ. εν.