σπασιάρης
(επίθ.)
σπασάρ'
[spaˈsar]
Μισθ.
σπαστιάρης
[spaˈstçaris]
Σινασσ.
Από το ρ. σπάνω 2 (θ. αορ. σπασ-, παθ. σπαστ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Αυτός που τρομάζει εύκολα, ο φοβητσιάρης
ό.π.τ.