σπέρμα
(ουσ. ουδ.)
σπέρμα
[ˈsperma]
Γούρδ.
σπείρμα
[ˈspirma]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. σπέρμα. Ο τύπ. σπείρμα με επίδρ. του θ. σπειρ- του ρ. σπέρνω.
1. Ο σπόρος
Γούρδ.
2. Η σπορά
Φάρασ.