ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπέρμα (ουσ. ουδ.) σπέρμα [ˈsperma] Γούρδ. σπείρμα [ˈspirma] Φάρασ. Αρχ. ουσ. σπέρμα. Ο τύπ. σπείρμα με επίδρ. του θ. σπειρ- του ρ. σπέρνω.
1. Ο σπόρος Γούρδ.
2. Η σπορά Φάρασ.