ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοχρεύω (ρ.) σ̑οχρέου [ʃoˈxreu] Φάρασ. Αόρ. σ̑όχριψα [ˈʃoxripsa] Φάρασ. Πιθ. σχετίζεται με το τουρκ. ουσ. şöhre = φήμη, δόξα. Πβ. ποντ. σοχρεύω = επιτυγχάνω έργο. Εναλλακτικά, από το μεσν. ουσ. συγχέρεια = βοήθεια, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. συχερεύομαι = α) βρίσκω συμπαραστάτη, βρίσκω βοήθεια β) ξενοιάζω.
Προκόβω, προοδεύω Φάρασ. Συνών. κρούω