ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοφράς (ουσ. αρσ.) σοφράς [soˈfras] Ανακ., Αραβ., Μισθ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. σουφράς [suˈfras] Ανακ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ. Ουδ. σοφρά [soˈfra] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φερτάκ. σουφρά [suˈfra] Μαλακ., Ποτάμ., Τσουχούρ., Φλογ. Θηλ. σούφρα [ˈsufra] Σίλ. Πληθ. σουφράδια [suˈfraðʝa] Μαλακ. Νεότ. ουσ. σοφράς, το οπ. από το τουρκ. sofra όπου και διαλεκτ. τύπ. sufra.
1. Σοφράς, είδος χαμηλού στρογγυλού τραπεζιού ό.π.τ. : Ούλ-λα μας ντάμα να κάτσουμ’ στο σοφρά (όλοι μας μαζί θα κάτσουμε στον τραπέζι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σέκ’ τσ̑η σούφρα να φάμι (βάλε το τραπέζι για να φάμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σο μεμλεκέτι οι ’ναίτζες τζ̑ο καθούσανdε σο σοφρά μο τις άντρις τουνε ντάμα (στην πατρίδα οι γυναίκες δεν κάθονταν στο τραπέζι μαζί με τους άντρες τους) Φάρασ. -Παπαδ. Σου σοφρά απάν’ σιάνιξαμ’ ντά μπαζλαμάϊα (επάνω στο σοφρά φτιάχναμε τα φύλλα πίτας) Μισθ. -Κοτσαν. Ήφαρινι τσαι αν ποσπορά, θέτσιν τα σο σοφρά (Έφερε και ένα πρόσφορο, το έβαλε στο τραπέζι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. χοντσά
2. Συνεκδ. το φαγητό που προσφερόταν επ’ ευκαιρία κάποιου γεγονότος (γέννηση, πένθος) Ανακ., Αραβαν., Φερτάκ. : Πεγάζομ’ σουφρά σ’ αποθαμἐνου το σπίτ’ (πηγαίνουμε φαγητό στου πεθαμένου το σπίτι (ενν. για να το δώσουν στην οικογένεια που πενθούσε) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Παναγιάς σουφρά (το τραπέζι της Παναγίας˙ το τραπέζι που παρατίθεται την ημέρα της γέννησης ενός παιδιού όπου παρευρίσκονταν όσοι βοήθησαν στον τοκετό, καθώς και οι συγγενείς, οι οποίοι έφερναν και τα φαγητά) Ανακ. -Κωστ.Α. Παναγιάς το σουφρά (το τραπέζι της Παναγίας˙ το ίδιο) Φλογ., Ανακ. -ΚΕΕΛ 1425 Παναγία σοφρασού (της Παναγιάς το τραπέζι˙ ό,τι και η προηγ. Η φρ. αναλογ. προς τουρκ. δομές) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
β. Ειδικότ., τα φαγητά που προσφέρονταν από τους γονείς του γαμπρού στους συμπέθερους την πρώτη Κυριακή μετά τον γάμο Αξ.
3. Το πάνινο κάλυμμα με το οπ. κάλυπταν το ζυμάρι για να φουσκώσει Αξ., Μισθ. : ζ̑υμαριού σοφρά (του ζυμαριού το πανί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
β. Γενικότ., πετσέτα Γούρδ. : Ένα σουφρά να το χπώ και να ανοιγεί (Ένα μαντήλι (ζητάω) που, όταν το προστάζω, να ανοίγει ) Γούρδ. -Dawk.