σοφελές
(επίθ.)
σοφελές
[sofeˈles]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. sefele, πληθ. του safil = α) κατώτερο τμήμα β) ως επίθ., ταπεινός, φτωχός, μίζερος.