ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεβεκέλ (επίθ.) τεβεκέλ [teveˈcel] Γούρδ. τουβεκέλ [tuveʹcel] Φάρασ. τοβεκιάλ [toveˈcal] Μισθ. ντοβα̈γκιάλ [dovæˈɟal] Μισθ. τϋφεκέλ [tyfe'lek] Αξ., Φλογ. τιουφεκέλ [tçufeˈcel] Φλογ. τ͑ουφα̈κ͑α̈́λι [tʰufæˈchæli] Αφσάρ. τ͑ουφα̈κ͑α̈́λ’ [tʰufæˈchæl] Αφσάρ. τ͑ουφακιάλ [tʰufaˈcal] Μισθ. τ͑ουβεκ͑ιέρι [tʰuveˈkʰeri] Φάρασ. τ͑ουβεκ͑ιέρ’ [tʰuveˈcher] Φάρασ. Πληθ. τϋφεκέλια [tyfeˈceʎa] Αραβαν. Θηλ. τοβεκέλα [toveʹcela] Σινασσ. Νεότ. επίθ. τεβεκελί = ανόητος (Mackridge 2021: 190), το οπ. από το τουρκ. επίθ. tevekkel = α) αμέριμνος β) τρελός.
Αφελής, απονήρευτος ό.π.τ. : Πολύ ντοβα̈γκιάλ' 'σι (Είσαι πολύ αφελής) Μισθ. -Κοτσαν. Είσιν α' γιος, λέικκο τουβεκέλ, λέγκαν ντα ‘ρέστη (Είχε ένα γιο λίγο αγαθό, τον έλεγαν Ορέστη) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Tϋφεκέλ αγαπητ’κός (αφελής αγαπητικός˙ χαρακτηρισμός για απονήρευτο άνθρωπο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. σεφτερόν, σοφελές