ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταχύτσικα (επίρρ.) ταχύσ̑κα [taˈçiʃka] Αραβαν. τεΐτσικα [teˈitsika] Ουλαγ. τ͑εΐσ̑κα [tʰeˈiʃka] Αξ. τεΐσ̑γκα [teˈiʃga] Ουλαγ. Από το επίρρ. ταχύ και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικα.
1. Αύριο ό.π.τ. : Τεΐτσικα με έρεσαι για, ντ' άλλον ντο μέρα έλα (Αύριο μην έρχεσαι ντέ, έλα μεθαύριο) Ουλαγ. -Κεσ.
2. Προσεχώς Αξ.