ταχύτσικα
(επίρρ.)
ταχύσ̑κα
[taˈçiʃka]
Αραβαν.
τεΐτσικα
[teˈitsika]
Ουλαγ.
τ͑εΐσ̑κα
[tʰeˈiʃka]
Αξ.
τεΐσ̑γκα
[teˈiʃga]
Ουλαγ.
Από το επίρρ. ταχύ και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικα.
1. Αύριο
ό.π.τ.
:
Τεΐτσικα με έρεσαι για, ντ' άλλον ντο μέρα έλα
(Αύριο μην έρχεσαι ντέ, έλα μεθαύριο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Προσεχώς
Αξ.