ταχσιμλατίζω
(ρ.)
ταχσιμλατίζου
[taxsimlaˈtizu]
Φάρασ.
Από το ουσ. ταχσίμι αναλογ. προς δομές προσαρμοσμένων δάνειων ρ. σε -λατίζω (< -lamak.).
Διανέμω
Φάρασ.