τάχουρ τούχουρ
(ουσ.)
τάχουρ τούχουρ
[ˈtaxur ˈtuhur]
Φάρασ.
Από το τουρκ. takır tukur.
Μπαμ μπουμ, για μεγάλο θόρυβο
Φάρασ.