ταφσιρτσής
(ουσ. αρσ.)
ταφσιρτσής
[tafsirˈtsis]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. tasvirci =εικονογράφος.
Πβ.
ταφσίρι
Φωτογράφος
ό.π.τ.