ταυρί
(ουσ. ουδ.)
ταυρί
[taˈvri]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ.
Πληθ.
ταυριά
[taˈvrʝa]
Μισθ.
ταυρίδια
[taˈvriðʝa]
Φλογ.
ταβίρια
[taˈvirʝa]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. ταυρίον. Ο τύπ. ταυρί νεότ. Η λ. Καλαβρ. και Πόντ.
Νεαρός ταύρος ηλικίας δύο -τριών ετών και γενικότ. το βόδι
ό.π.τ.
:
Τρία χρονού ταυρί
(τριών χρόνων νεαρός ταύρος)
Φλογ.
-Dawk.
Πήρα ένα τσ̑ιφτ ταβιριά
(πήρα ένα ζευγάρι νεαρούς ταύρους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ζέξαμ’ ντά ταυριά να λάσουμ’
(ζεύαμε τα βόδια για να οργώσουμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
μοσκάρι, Συνών.
τανάς