ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τατλίκ (ουσ. ουδ.) τατλίκ [tatˈlik] Μαλακ. τατλίχ' [taˈtlix] Φλογ. τ͑ατλούχ [tʰatˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tatlık ή tatluk =κουβέρτα που τοποθετούσαν πάνω από το ταντούρι για να διατηρείται ζεστό (THADS, λ. tatlık και tatluk II). Εσφαλμένη η σύναψη του Κωστάκη (1977: 90) με το επίθ. tatlı.
1. Μάλλινο σκέπασμα με το οποίο σκέπαζαν τον ταντούρι για να διατηρήσουν τη ζεστασιά Μαλακ., Φλογ. : Κρέμαναμ' ντα πτιάρια μας σου τουντούρ΄, παίρηξαμ ντου τατλούχ', καχόδουμιστι· ντα πτα̈́ρια μας απ! ζένιξαν, μιά χαρά τσ̑όουμιστι (Κρεμάγαμε τα ποδάρια μας στο ταντούρι, παίρναμε την κουβέρτα, καθόμαστε· τα ποδάρια μας απ! ζεσταίνονταν, μιά χαρά ήμαστε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Συνεκδ., η ζεστασιά που επιτύγχαναν με τα μάλλινα υφάσματα με τα οποία σκέπαζαν το ταντούρι Μισθ.