ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάτι (II) (ουσ. ουδ.) τάτ͑ι [ˈtatʰi] Φάρασ. Πληθ. τάτ͑ε [ˈtatʰe] Φάρασ. τάθε ['taθe] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tat = πατούσα (THADS 10, λ. tat IV).
Πατούσα, πέλμα Φάρασ. : Δώσετε τα τάθε σας (Βάλτε τις πατούσες σε αυτό) Φάρασ. -Dawk. Πατείνκαν την νιστία μο τα 'υμνά τα τάττε τουν τζ̑αι βζήνκαν ντα (Πάταγαν την φωτιά με τις γυμνές πατούσες τους και την έσβηναν) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Δώτσ̑εν ντα τάτ͑ε του σου φακουδιού τη ρίζα (Στήριξε τις πατούσες σου στης φακής τη ρίζα˙ ειρων. για τους οκνηρούς που περιμένουν τη βοήθεια συγγενών για να συντηρηθούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Γλείφτει τα τάτ͑ε του ανdί ’ρκούδι, να βγει σην άνοιξη (γλείφει τις πατούσες του σαν αρκούδα, για να βγει στην άνοιξη˙ για εκείνους που με πενιχρά μέσα προσπαθούν να επιβιώσουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ταμπάνι