ταυρεματόκκο
(ουσ. ουδ.)
ταυρεματόκ-κο
[tavremaʹtokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. τράβηγμα, όπου και τύπ. ταύρεμα, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο. Για την λ. βλ. Ανδριώτης (1948: 42).
Παιδικό παιχνίδι, πιθ. διελκυστίνδα
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025