ταχινός
(επίθ.)
ταχινό
[taçiˈno]
Γούρδ.
τασ̑ινός
[taʃiˈnos]
Μαλακ.
Από το μεταγν. επίθ. ταχινὸς = γρήγορος.
Πβ.
ταχύ
Αυριανός
ό.π.τ.