ταχσίμι
(ουσ. ουδ.)
ταχσίμι
[taxˈsimi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. taksim = κατάτμηση, όπου και διαλεκτ. τύπ. tahsim.
Η διαίρεση
Φάρασ.