ταφτά
(ουσ. ουδ.)
ταφτά
[taˈfta]
Μισθ., Ποτάμ.
Νεότ. ουσ. ταφτάς, το οπ. από το τουρκ. tafta (< περσ. %itāfte).
Τροποποιήθηκε: 21/04/2025