ταχίλ
(ουσ. ουδ.)
ταχ̇ίλ
[ˈtaxɯl]
Αραβαν.
τάχλι
[ˈtaxli]
Αραβαν., Γούρδ.
τάκαλ
['takal]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. tahıl =σιτηρά (< αραβ. daḫl), όπου και διαλεκτ. τύπ. tahal.
Σιτάρι
ό.π.τ.
:
Φέρ' τζ̑αι κείνου τάκαλ
(Φέρνει και εκείνο στάρι)
Μισθ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το νηστσ̑ικό το ορνί το γιαυτό τ’ σο ταχ̇ίλ μπαζαρί το ψ̑ηφά
(Η νηστικιά κότα τον εαυτό της τον νομίζει στο παζάρι του σιταριού˙ όποιος στερείται κάτι, το επιθυμεί τόσο που συνεχώς το σκέπτεται)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μι το σο το σ̑οινίκ τάχλι ντέ σε πουλούν
(Με το δικό σου το μέτρο σιτάρι δε σου πουλούν˙ τα πράγματα δεν τα βρίσκουμε όπως τα θέλουμε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γέννημα :3, κοκκί :3, σιτάρι