ταχουλατώ
(ρ.)
ταχουλατώου
[taxulaˈtou]
Φάρασ.
Από τον αόρ. takıladı του τουρκ. διαλεκτ. ρ. takılamak =γελώ δυνατά, κάνω θόρυβο (THADS, λ. takılamak II).
Προκαλώ θόρυβο
Φάρασ.