ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τάφ (ουσ. ουδ.) τ͑άφ [tʰaf]] Μισθ. Από το τουρκ. tav = κατάλληλες συνθήκες, η κατάλληλη θερμοκρασία και υγρασία πράγματος το οποίο υφίσταται επεξεργασία.
Για χώμα, το ποσοστό υγρασίας το οπ. καθιστά το έδαφος κατάλληλο για καλλιέργεια Μισθ. : Έχ’ καλό τ͑άφ (έχει καλή υγρασία) Μισθ. -Κωστ.Μ.