τάφ
(ουσ. ουδ.)
τ͑άφ
[tʰaf]]
Μισθ.
Από το τουρκ. tav = κατάλληλες συνθήκες, η κατάλληλη θερμοκρασία και υγρασία πράγματος το οποίο υφίσταται επεξεργασία.
Για χώμα, το ποσοστό υγρασίας το οπ. καθιστά το έδαφος κατάλληλο για καλλιέργεια
Μισθ.
:
Έχ’ καλό τ͑άφ
(έχει καλή υγρασία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.