τατ-σούζι
(επίθ.)
τατ-σούζι
[tatˈsuzi]
Φάρασ.
ντατ-σούζ̑'
[datˈsuʒ]
Μαλακ.
Πληθ.
ντατ-σούζια
[datˈtuzʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. tatsız = άνοστος.
Άνοστος
ό.π.τ.