τατ
(επίθ.)
τατ
[tat]
Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
τάτσης
[ˈtatsis]
Σίλ.
Πληθ.
τάτια
[ˈtatça]
Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. tat = α) ξένος, ειδικά ο Πέρσης β) κακομοίρης γ) αυτός που δεν γνωρίζει την γλώσσα γ) βουβός δ) διαλεκτ., μουγγός ε) τραυλός στ) ανόητος (για τις διαλεκτ. σημ. βλ. THADS 10, λ. tat I).
1. Τραυλός
ό.π.τ.
:
Τατ Κυριάκους μέγα ’νι
(ο τραυλός ο Κυριάκος είναι μεγάλος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Μουγγός
Σίλ., Τροχ., Τσαρικ.
:
Αν πάνε τάτια, τσανά, έσωνεν τα
(Αν πάνε μουγγοί, τρελοί, τους έσωζε, ενν. ο Άγιος)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
αχράζης, ντιλσούς