τατλαντίζω
(ρ.)
τατλαντίζω
[tatlanˈdizo]
Φάρασ.
Από το αόρ. του τουρκ. ρ. tatlanmak = γεύομαι.
Γλυκαίνομαι
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Τατάντ’σε η κάτα σ' άλειμμα; Αβ ζάπτι τζ̑ο ’ίνεται
(Γλυκάθηκε η γάτα στο βούτυρο; Ξανά περιορισμός δεν γίνεται˙ Όταν συνηθίζει κάποιος σε κάτι ωραίο και καλό δεν μπορεί μετά να το στερηθεί)
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
ντατίζω