ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τατλαντίζω (ρ.) τατλαντίζω [tatlanˈdizo] Φάρασ. Από το αόρ. του τουρκ. ρ. tatlanmak = γεύομαι.
Γλυκαίνομαι Φάρασ. : || Παροιμ. Τατάντ’σε η κάτα σ' άλειμμα; Αβ ζάπτι τζ̑ο ’ίνεται (Γλυκάθηκε η γάτα στο βούτυρο; Ξανά περιορισμός δεν γίνεται˙ Όταν συνηθίζει κάποιος σε κάτι ωραίο και καλό δεν μπορεί μετά να το στερηθεί) -Λουκ.Λουκ. Πβ. ντατίζω