ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μοσκάρι (ουσ. ουδ.) μουσκάριν [muˈskarin] Φάρασ. μουσκάρι [muˈskari] Φάρασ. μουσκάρ' [muˈskar] Αξ., Αφσάρ., Καρατζάβ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. μοσχάριον. Ο τύπ. μουσκάρι νεότ.
Μοσχάρι μικρής ηλικίας ό.π.τ. : 'νός χρονού μουσκάρι (Μοσχάρι ενός έτους) Φάρασ. -Αναστασ. Ζαμάν' είχαν είκουσ̑' χτηνά, είχα τσ̑ι δεκαπένdι μουσκάρια (Παλιά είχαν είκοσι αγελάδες, είχα και δεκαπέντε μοσχάρια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα μουσκάρα λήτιπ͑’ τα σιχ̇ής (Τα μοσχάρια δέσε τα σφιχτά) Αφσάρ. -Αναστασ. Σ’ απίσου το κόμμα είχαν α μουσκάρι (Στο πίσω δωμάτιο είχαν ένα μοσχάρι) Φάρασ. -Dawk. Ο ασλάνος παρτσαλατίζει τα μουσκάρα τζαι τα γαϊρίδε (Το λιοντάρι κατασπαράζει τα μοσχάρια και τα γαϊδούρια) Φάρασ. -Παπαδ. Να πάρουμ’ και το χτσήνο και το μουσκάρ’ και τα παιδιά μας (Να πάρουμε και την αγελάδα και το μοσχάρι και τα παιδιά μας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Είχαμ' ένα τανά μουσκάρ', λέει έπαρ' του, πήασ' του σου Βαθύλακκου, σάξε του (Είχαμε ένα μικρό αρσενικό μοσχάρι, λέει πάρ'το, πήγαινέ το στο Βαθύλακκο, σφάξε το) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Σ το βόιδιν απουκάτου αρατείτε μουσκάρι; (Το βόδι αποκάτω ψάχνετε μοσχάρι, ενν. να θηλάζει;˙ Για όσους αναμένουν αφύσικα πράγματα) Φάρασ., Καρατζάβ. -Λουκ.Λουκ. Του 'α 'ινεί βόϊδιν ντo μουσκάρι, 'ς τό κόπριν ντoυ έν' μπαού (Το μοσχάρι που θα γίνει βόδι, στην κοπριά του φαίνεται˙ από μικρός δείχνει κανείς τι θα γίνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το γι-άδι του τζ̑’ ’α ιδεί το μουσκάριν dου, γα τζ̑ο κατεβάζει (Η αγελάδα που δεν θα δει το μοσχάρι της δεν κατεβάζει γάλα˙ το ισχυρό κίνητρο είναι σημαντικός παράγοντας δράσης) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τανάς, ταυρί