μοσκάρι
(ουσ. ουδ.)
μουσκάριν
[muˈskarin]
Φάρασ.
μουσκάρι
[muˈskari]
Φάρασ.
μουσκάρ'
[muˈskar]
Αξ., Αφσάρ., Καρατζάβ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. μοσχάριον. Ο τύπ. μουσκάρι νεότ.
Μοσχάρι μικρής ηλικίας
ό.π.τ.
:
'νός χρονού μουσκάρι
(Μοσχάρι ενός έτους)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ζαμάν' είχαν είκουσ̑' χτηνά, είχα τσ̑ι δεκαπένdι μουσκάρια
(Παλιά είχαν είκοσι αγελάδες, είχα και δεκαπέντε μοσχάρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τα μουσκάρα λήτιπ͑’ τα σιχ̇ής
(Τα μοσχάρια δέσε τα σφιχτά)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Σ’ απίσου το κόμμα είχαν α μουσκάρι
(Στο πίσω δωμάτιο είχαν ένα μοσχάρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Ο ασλάνος παρτσαλατίζει τα μουσκάρα τζαι τα γαϊρίδε
(Το λιοντάρι κατασπαράζει τα μοσχάρια και τα γαϊδούρια)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Να πάρουμ’ και το χτσήνο και το μουσκάρ’ και τα παιδιά μας
(Να πάρουμε και την αγελάδα και το μοσχάρι και τα παιδιά μας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Είχαμ' ένα τανά μουσκάρ', λέει έπαρ' του, πήασ' του σου Βαθύλακκου, σάξε του
(Είχαμε ένα μικρό αρσενικό μοσχάρι, λέει πάρ'το, πήγαινέ το στο Βαθύλακκο, σφάξε το)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Σ το βόιδιν απουκάτου αρατείτε μουσκάρι;
(Το βόδι αποκάτω ψάχνετε μοσχάρι, ενν. να θηλάζει;˙ Για όσους αναμένουν αφύσικα πράγματα)
Φάρασ., Καρατζάβ.
-Λουκ.Λουκ.
Του 'α 'ινεί βόϊδιν ντo μουσκάρι, 'ς τό κόπριν ντoυ έν' μπαού
(Το μοσχάρι που θα γίνει βόδι, στην κοπριά του φαίνεται˙ από μικρός δείχνει κανείς τι θα γίνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το γι-άδι του τζ̑’ ’α ιδεί το μουσκάριν dου, γα τζ̑ο κατεβάζει
(Η αγελάδα που δεν θα δει το μοσχάρι της δεν κατεβάζει γάλα˙ το ισχυρό κίνητρο είναι σημαντικός παράγοντας δράσης)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
τανάς, ταυρί