μουγατσιρλίκι
(ουσ. ουδ.)
μουατσ̑ιρλίχ̇ι
[muatʃirˈlixi]
Αφσάρ.
μουγατσ̑ιρλιέχ̇ι
[muɣatʃirˈʎexi]
Φάρασ.
μουατσ̑ιρλιέχ̇ι
[muatʃirˈʎexi]
Αφσάρ.
Aπό το τουρκ. ουσ. muhacirlik = μετανάστευση.
Προσφυγιά
ό.π.τ.