μόστρα
(ουσ. θηλ.)
μόστρα
[ʹmostra]
Μαλακ.
Αρσ.
μοστουράς
[mostuˈras]
Φάρασ.
Θηλ.
μοστουράσσα
[mostuˈrasa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. mostra (< ιταλ. mostra), όπου και τύπ. mostura = εξωτερική εμφάνιση, επίδειξη, μοντέλο. Πβ. και μεσν. μόστρα = αγώνισμα, στρατιωτική επιθεώρηση, έκθεση προϊόντος.
1. Δείγμα
Μαλακ.
2. Ειρων., μόστρα, πρόσωπο.
Φάρασ.