ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μόστρα (ουσ. θηλ.) μόστρα [ʹmostra] Μαλακ. Αρσ. μοστουράς [mostuˈras] Φάρασ. Θηλ. μοστουράσσα [mostuˈrasa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. mostra (< ιταλ. mostra), όπου και τύπ. mostura = εξωτερική εμφάνιση, επίδειξη, μοντέλο. Πβ. και μεσν. μόστρα = αγώνισμα, στρατιωτική επιθεώρηση, έκθεση προϊόντος.
1. Δείγμα Μαλακ.
2. Ειρων., μόστρα, πρόσωπο. Φάρασ.