μοσκαριώνας
(ουσ. αρσ.)
μοσκαριώνας
[moskaˈrʝonas]
Ανακ.
Από το ουσ. μοσχάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Χωριστός χώρος στον στάβλο για τα μοσχάρια