αρνιώνας
(ουσ. αρσ.)
αρνιώνας
[arˈɲonas]
Ανακ.
Από το ουσ. αρνί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Χωριστός χώρος στον στάβλο για τα αρνιά