άρμωμα
(ουσ. ουδ.)
άρμωμα
[ˈarmoma]
Ουλαγ.
Από το ρ. αρμώνω (θ. αρμω-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κλείσιμο
:
Ιτό τύραγιου ντο άρμωμα ζόρ' 'ναι
(Το κλείσιμο αυτής της πόρτας είναι δύσκολο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
σάλημα