αρμάδι
(ουσ. ουδ.)
αρμάγ̑'
[arˈmaʝ]
Αξ.
αρμάχ'
[arˈmax]
Μισθ.
ορμάγ̑'
[orˈmaʝ]
Αξ.
ορμά
[orˈma]
Φλογ.
Πληθ.
ορμάδια
[orˈmaðʝa]
Φλογ.
ορμόδια
[orˈmoðʝa]
Μαλακ.
Πιθ. από αμάρτ. μεσν. ουσ. ἁρμάδιον, υποκορ. του ουσ. ἁρμός.
Δοκός της βοϊδάμαξας
ό.π.τ.