ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρκαντασλίκι (ουσ. ουδ.) αρκαdασ̑λι̂́χ̇ι [arkadaʃˈlɯxi] Σίλ. αρκαdασ̑λι̂́χ' [arkadaʃˈlɯx] Αξ., Αραβαν. αρχανdασ̑λι-έχ̇ι [arxandaʃliˈexi] Φάρασ. αρχατασ̑λίχ̇ι [arxataʃˈlixi] Αφσάρ., Φάρασ. αρχατασ̑λιέ-χ̇ι [arxataʃliˈexi] Φάρασ. qαρτασ̑λι̂́χ' [qartaʃˈlɯx] Φλογ. γαρντασλιούχ' [ɣardasˈʎux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. arkadaşlık = φιλία, συντροφικότητα.
1. Φιλία ό.π.τ. Πβ. αδελφοσύνη :2
2. Συναναστροφή, παρέα ό.π.τ. : Παν μέρα νά 'ρτω κονdά σ' να σε μποίκω αρκαdασ̑λι̂́χ' (Κάθε μέρα θα έρχομαι κοντά σου να σου κάνω συντροφιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντάμα μποίκασ̑ι αρκαdασλι̂́χı, ώσπου αγάπησιν ντου πολύ (Μαζί έκαναν παρέα, μέχρι που τον αγάπησε πολύ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 || Παροιμ. Μι το σονgρανdάν γκιο̈ρμΰς̑ αρκαdασ̑λι̂́χ' μη ζάεις (Με αυτόν που ύστερα είδε, συντροφιά μην κάνεις˙ Μη συναναστρέφεσαι νεόπλουτους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το στερνό 'ο νομάτ' σαμού θωρεί το ζενgινι-έχ̇ι, αρχαdασλι-έχ̇ι μη φτέν' 'ντάμα του (Τον άνθρωπο που τώρα τελευταία βλέπει τον πλούτο, συντροφιά μη τον κάνεις˙ μη συναναστρέφεσαι νεόπλουτους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γαφλές, παρχανάς, σερεχάτι, χελεσέ