αρκαντασλίκι
(ουσ. ουδ.)
αρκαdασ̑λι̂́χ̇ι
[arkadaʃˈlɯxi]
Σίλ.
αρκαdασ̑λι̂́χ'
[arkadaʃˈlɯx]
Αξ., Αραβαν.
αρχανdασ̑λι-έχ̇ι
[arxandaʃliˈexi]
Φάρασ.
αρχατασ̑λίχ̇ι
[arxataʃˈlixi]
Αφσάρ., Φάρασ.
αρχατασ̑λιέ-χ̇ι
[arxataʃliˈexi]
Φάρασ.
qαρτασ̑λι̂́χ'
[qartaʃˈlɯx]
Φλογ.
γαρντασλιούχ'
[ɣardasˈʎux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. arkadaşlık = φιλία, συντροφικότητα.
2. Συναναστροφή, παρέα
ό.π.τ.
:
Παν μέρα νά 'ρτω κονdά σ' να σε μποίκω αρκαdασ̑λι̂́χ'
(Κάθε μέρα θα έρχομαι κοντά σου να σου κάνω συντροφιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντάμα μποίκασ̑ι αρκαdασλι̂́χı, ώσπου αγάπησιν ντου πολύ
(Μαζί έκαναν παρέα, μέχρι που τον αγάπησε πολύ)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Παροιμ.
Μι το σονgρανdάν γκιο̈ρμΰς̑ αρκαdασ̑λι̂́χ' μη ζάεις
(Με αυτόν που ύστερα είδε, συντροφιά μην κάνεις˙ Μη συναναστρέφεσαι νεόπλουτους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το στερνό 'ο νομάτ' σαμού θωρεί το ζενgινι-έχ̇ι, αρχαdασλι-έχ̇ι μη φτέν' 'ντάμα του
(Τον άνθρωπο που τώρα τελευταία βλέπει τον πλούτο, συντροφιά μη τον κάνεις˙ μη συναναστρέφεσαι νεόπλουτους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γαφλές, παρχανάς, σερεχάτι, χελεσέ