σερεχάτι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ερεχάτι
[ʃereˈxati]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. şirket (< αραβ. şarika(t) ή şirka(t)) = συνεταιρισμός.
Παρέα, συντροφιά
:
Σο σ̑ερεχάτι 'ενόσανdε πένdε πίλενε
(Στην συντροφιά έμειναν πια πέντε (μέλη))
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
αρκαντασλίκι :2, γαφλές, παρχανάς :2, χελεσέ