ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερεχάτι (ουσ. ουδ.) σ̑ερεχάτι [ʃereˈxati] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. şirket (< αραβ. şarika(t) ή şirka(t)) = συνεταιρισμός.
Παρέα, συντροφιά : Σο σ̑ερεχάτι 'ενόσανdε πένdε πίλενε (Στην συντροφιά έμειναν πια πέντε (μέλη)) Φάρασ. -Dawk. Συνών. αρκαντασλίκι :2, γαφλές, παρχανάς :2, χελεσέ