σερβί σαντιγί
(ουσ. ουδ.)
σερβί σανdιγ̇ί
[serˈvi sandiɣɯ]
Ανακ.
Από την τουρκ. φρ. servi sandığı = κυπαρισσένιο σεντούκι. Πβ. και σελφί.
Μεγάλο χοντροφτιαγμένο μπαούλο όπου αποθήκευαν τα εσώρουχα
Ανακ.