σεπετλετίζω
(ρ.)
σεπ͑ετλετ͑ίζω
[sepʰetleˈtʰizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. sepetledi του τουρκ. ρ. sepetlemek = βάζω στο καλάθι.
Δέρνω κάποιον πάρα πολύ
Φάρασ.